Όταν η Μυρτώ ήταν δεκαέξι – ή περίπου εκεί – φίλησε τον Πέτρο κάτω από τη γέφυρα.
Πήρε καιρό. Πήρε κουβέντες στο διάλειμα. Πήρε κοπάνες για καφέ – αλλά λίγες γιατί η Μυρτώ δεν έκανε κοπάνες κανονικά. Πήρε κάτι μπύρες το Σάββατο. Πήρε δυο δίσκους που ακούσανε μαζί. Πήρε μια σπασμένη μύτη – του Σάββα που κορόιδεψε τη Μυρτώ γιατί ήταν απουσιολόγος και τον Πέτρο ότι πηδάει το φυτό.
Α, ναι.
Πήρε και ένα ραβασάκι.
Του Πέτρου.
Την κρατούσε από το χέρι, έσερνε τα ξεσκισμένα βαριά μποτάκια και περάσανε κάτω από τη γέφυρα για να δουν τα καινούρια γκράφιτι.
Στην άλλη μεριά ο Πέτρος γύρισε, σκαρφάλωσε λίγο, πιάστηκε από τον τοίχο και αυτό το νήμα που τραβάει τους πιτσιρικάδες προς τον ουρανό και έφτασε τη γωνία του τούνελ ανάμεσα στον τοίχο και την οροφή. Ζωγράφισε με τον μαύρο χοντρό μαρκαδόρο – μ’αυτόν που έγραφε προστυχόλογα στα θρανία – μία καρδιά που δίπλωνε στη γωνία του τοίχου και της οροφής και μέσα έγραψε Π + Μ.
Αυτό το ραβασάκι.
Γύρισε, κρεμάστηκε από το αριστερό του χέρι και πήδηξε μπροστά της.
Μόλις ξεδιπλώθηκε η Μυρτώ ανάσανε πάλι.
– Είσαι τρελός. Γιατί σκαρφάλωσες εκεί πάνω;
– Για να μη φτάσει κανείς να τη σβήσει.
– Είσαι τρελός.
– Για σένα.
Και τον φίλησε.
Στα ροζ χείλη του, με τη γλώσσα του να ψάχνει τη δική της. Πέρασε το χέρι της μέσα από το μαύρο μπουφάν με την πορτοκαλί επένδυση, σήκωσε το μπλουζάκι του και άγγιξε τη μέση του.
Κι ανατινάχτηκε η πλάση.
…
Τα συνεργεία του Δήμου, για χρόνια μετά προσπαθούσαν να σβήσουν την καρδιά.
Έβαφαν το τούνελ, έσβηναν τα πάντα, για να βρίσκουν τα παιδιά νέα επιφάνει για γκράφιτι το βράδυ.
Μέχρι το βράδυ η καρδιά είχε περάσει μέσα από το χρώμα, μαύρη και φωτεινή μαζί, Π+Μ.
Στο τέλος σταμάτησαν να βάθουν πάνω από εκείνο το σημείο.
…
Κάθε φορά που κάποιος περνάει από το τούνελ τον πιάνει μια μικρή μελαγχολία, μια μικρή νοσταλγία, μια γλύκα. Θυμάται ένα φιλί εφηβικό, μια αγάπη πρώτη.
Ακόμα και οι πιτσιρικάδες δεν κάνουν γκράφιτι πια εκεί γιατί βλέπουν απορρημένοι ότι ενώ άλλα ήθελαν να φτιάξουν τελικά εμφανίζονται στα σχέδια τους φιλιά και καρδιές και κορίτσια με μεγάλα μάτια.
Μερικά παραμένουν, μερικά ξεφτίζουν με τον καιρό.
Αλλά το παλαιότερο και το πιο αληθινό είναι η μικρή καρδιά, διπλωμένη ανάμεσα στον τοίχο και την οροφή, Π+Μ
Leave a Reply